καλοπούλητος

καλοπούλητος
-η, -ο
αυτός που πουλιέται σε καλή τιμή: Το χωράφι αυτό είναι καλοπούλητο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • καλοπούλητος — η, ο 1. αυτός που πουλιέται ή θα πουληθεί σε καλή τιμή 2. (ως ευχή) αυτός που θέλουμε να είναι ευκολοπούλητος, να πουληθεί εύκολα και σε καλή τιμή («καλοπούλητη νά ναι η σοδειά») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”